- συνεορτάζει
- συνεορτάζωjoin in keeping festivalpres ind mp 2nd sgσυνεορτάζωjoin in keeping festivalpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακίνδυνος — Όνομα μαρτύρων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους συναθλητές του αγίου Βίκτορα με τον οποίο συνεορτάζει στις 20 Απριλίου. 2. Συναθλητής του αγίου Αγαθονίκου και των «συν αύτω». Συνεορτάζουν στις 22 Αυγούστου. 3. Καταγόταν από την… … Dictionary of Greek
αγαθόδωρος — Όνομα μαρτύρων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Έζησε και μαρτύρησε τον 3o αι. Καταγόταν από την Πέργαμο της Μ. Ασίας. Συνεορτάζει με τον επίσκοπο Περγάμου Κάρπο και τον διάκονο Παπύλο στις 13 Οκτωβρίου. Θανατώθηκε ενώ μεταφερόταν δέσμιος μαζί… … Dictionary of Greek
Ακάκιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιατρός (1ος αι. μ.Χ.). Είχε επινοήσει φάρμακο κατά της αιμόπτυσης. 2. Δάσκαλος της ρητορικής (4ος αι. μ.Χ.). Συγγραφέας του έργου Ωκύπους, που αποδόθηκε στον Λουκιανό. Σπούδασε στην Αθήνα αλλά καταγόταν από την… … Dictionary of Greek